Μας έχουν ζαλίσει με την κρίση τους. Από το πρωί στο περίπτερο μέχρι το βράδυ στο τελευταίο δελτίο, για αυτήν μιλάνε. Την κρίση. Το ΔΝΤ. Το ζοφερό μέλλον. Ξέρετε ποια είναι η μόνη αλήθεια; Ότι το μέλλον μας είναι όντως ζοφερό. Και ότι υπάρχει κρίση.Κρίση, όμως, αξιών. Και δε ξεκίνησε πέρσι. Έχει ξεκινήσει να κατατρώει τις σάρκες της Ελλάδας εδώ και χρόνια. Χρόνια πολλά. Ότι ο παππούς δε θα αργήσει να μας αφήσει, το ξέραμε. Αυτό, όμως, δεν είναι δυνατόν να μειώσει τον πόνο της απώλειας του. Η Ελλάδα είναι χαροκαμένη. Ο παππούς ήταν, για τεράστιο αριθμό ανθρώπων, δικός μας άνθρωπος. Και όταν φεύγει ένας δικός σου άνθρωπος, πονάς… Ο Θανάσης ήταν ο Έλληνας. Όχι ο νεοέλληνας των τζιπ, των πιστωτικών, της κόκας, της μαγκιάς, της AGB, της Τατιάνας και του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;». Ήταν ο Έλληνας, ο προηγούμενος. Ο καταφερτζής, ο ταλαίπωρος, ο αιώνια ριγμένος μα και οαιώνια χαμογελαστός. Πώς καθιερώθηκε στη συνείδηση μας ως μεγάλος; Με εκπομπές, συνεντεύξεις, σκάνδαλα, γάμους, εξωσυζυγικές σχέσεις; Μπα. Με τις ταινίες του με τις οποίες μεγαλώσαμε. Όλοι. Και οι 60αρηδες, και οι 30αρηδες. Με τις ατάκες του. Και κυρίως με αυτό το ασταμάτητο τρέξιμο του. Ο Θανάσης πάντα έτρεχε… Έτρεχε να προλάβει να βγάλει το μεροκάματο, να παντρέψει τις αδερφές του, να βοηθήσει (ο ταλαίπωρος) τους ταλαίπωρους. «Ποτέ μου δεν αισθάνθηκα έτοιμος, ποτέ. Σε ό,τι και αν έκανα. Μια ζωή στην τσίτα ήμουν. Δεν ηρεμώ ποτέ. Είμαι της... αγχωτικής κωμωδίας εγώ. Οπως μου το είχε γράψει ο Γιάννης Σολδάτος. Το άγχος είναι η σπεσιαλιτέ μου. Μόνο στον άλλο κόσμο θα ηρεμήσω». Για αυτό τον αγαπήσαμε. Γιατί δεν έπαιζε ρόλους, βασισμένος σε υποκριτικό ταλέντο. Τη ζωή του έφερνε στο πανί. Ήταν αυθεντικός… Και η Ελλάδα παραδοσιακά ήξερε να λατρεύει το αυθεντικό. Ειδικά όταν κριτήριο καθιέρωσης δεν ήταν τα νούμερα της AGB… Το θλιβερότερο δεν είναι η ίδια η απώλεια. Ο Βέγγος είναι αδύνατον να πεθάνει. Ανήκει στη κατηγορία των αθάνατων. Μπορεί ο καλός παππούς να μην ανασαίνει πια το ίδιο καυσαέριο με μας, όμως ο Θανάσης ο Τρίκορφος, ο πράκτορας, ο Πολύδωρος, ο Αντώνης Τσιβιλίκης, ο Μπάμπης, ο Παναής, ο Θρασύβουλος, ο Στέφανος Αυγερινός θα είναι πάντα έτοιμοι να αρχίσουν να τρέχουν. Το θλιβερότερο είναι ότι η Ελλάδα δεν είναι πια σε θέση να θρηνήσει την απώλεια και να εμπνευστεί από αυτήν. Ενώ όλοι πάγωσαν με το άκουσμα της είδησης, ενώ όλοι ένιωσαν ένα κόμπο στο λαιμό, ένα σφίξιμο στο στομάχι, ενώ κάποιοι βούρκωσαν, ο πόνος αυτός δεν είναι πια δυνατόν να γίνει πόνος εθνικός. Γιατί τα κατάφεραν. Μας έκλεισαν στο καβούκι μας. Μας έπεισαν ότι είμαστε ο καθένας για πάρτη του. Και αυτό στον Αγαθοκλή, τον φτωχό μικροπωλητή που μοίραζε τα… κέρδη του στους φτωχούληδες, δε θα άρεσε καθόλου… Διότι πρέπει να το παραδεχθούμε: την Ελλάδα του Θανάση δε τη αγαπήσαμε ποτέ. Οι μεγάλοι σαν αυτόν πάντα σφουγγάριζαν και εμείς πηγαίναμε με θράσος και πατούσαμε.Και ο θυρωρός, ο Πολύδωρος Λαγός απήυδησε και μας άφησε μόνους. «Α να χαθείτε, εδώ μέσα, τουρκόγυφτοι, πια, δε σας προλαβαίνω"… Υπάρχει και κάτι ακόμη χειρότερο: θα δούμε τα αφιερώματα που από καιρό είχαν ετοιμάσει τα γκέι κοράκια των μεσημεριανάδικων, θα γράψουμε την παπαριά μας σε κάνα τοίχο στο facebook, θα πετύχουμε καμία ταινία σε επανάληψη, θα τον θυμηθεί και οΛάκης στην εκπομπή του προς το τέλος της (όταν θα έχει τελείωσει με τα αστεία για κλανιές και γκέι, θα αλλάξει μουσική και θα συγκινηθεί όπως παραδοσιακά συνηθίζει) όμως η επικαιρότητα θα συνεχίσει να τρέχει. Θα τρέχει για να συνεχίσει να κρυβέται από την αλήθεια… Όχι όπως έτρεχε ο δόκτωρ Ζιβέγγος για να χαρίσει τη χαρά στους άλλους πριν πάρει πάλι την ανηφοριά για να συνεχίσει το δρόμο του. Δεν είναι δυνατόν να σταθεί πάνω από την απώλεια του Βέγγου, όταν έρχεται νέα φοροεπιδρομή, ο Λουράντος απειλεί να κλείσει τα φαρμακεία και κυρίως πλησιάζει η Κυριακή και όλοι με αγωνία περιμένουμε να δούμε τα βυζιά των επώνυμων να κουνιούνται. Αρχίζουν και τα πλέι οφ, μη ξεχνιόμαστε. Ευτυχώς, ο Θανάσης ο Τρίκορφος μπορεί καμιά φορά να κάνει ότι θυμώνει, αλλά αδυνατεί να μας κρατήσει κακία. Και αύριο θα του έχει περάσει και θα αφήσει και πάλι τη σοκολατίτσα του στη γιαγιάκα. Στέλιος Ποτηράκης potirakis@sportaction.gr ΥΓ: Καλοκαίρι του 1998. Ρέθυμνο, διακοπές. Ανέμελα χρόνια, πιο όμορφα. Οι Αχαρνείς, στο πλαίσιο της πανελλαδικής περιοδείας τους, έρχονται στη Φορτέτζα, στο παλιό κάστρο για μία παράσταση. Ο Θανάσης Βέγγος στη πόλη «μας». Δε θα μπορούσαμε να το χάσουμε. Και στο τέλος, περίμενα υπομονετικά στην ουρά για να τον χαιρετίσω. Ο δικός μου Θανάσης, ο Θανάσης από τις ασπρόμαυρες ταινίες στεκόταν εκεί μπροστά μου, αποκαμωμένος μετά τη μέθεξη. Τον κοίταξα κατ’ ευθείαν στα μάτια. Είδα ότι ήταν πράσινα. Δε το ξέρα... Του έσφιξα το χέρι, ήταν αληθινός. Του ψέλισα ευχαριστώ. Βουρκωμένος μου απάντησε «εγώ σε ευχαριστώ». Φαντάζομαι ότι τον είχε – πάλι – συγκινήσει η αγάπη του κόσμου. Όσο ζω δε θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη τόσο έντονη στιγμή… Συγχωρήστε μου την «προσωπική» αναφορά. Κι εγώ, όπως κι εσείς, δικό μου άνθρωπο έχασα. ΥΓ2: Καλό ταξίδι, καλέ μου άνθρωπε. Είναι από τις ελάχιστες φορές που κάτι τόσο κλισέ, μοιάζει τόσο αυθόρμητο. |
Τρίτη 3 Μαΐου 2011
Α, να χαθείτε, τουρκόγυφτοι, δε σας προλαβαίνω
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου